- πολυκαισαρίη
- ἡ, Αη ταυτόχρονη βασιλεία πολλών καισάρων («βουλευομένου δὲ Καίσαρος Ἄρειον εἰπεῖν λέγουσινοὐκ αγαθόν πολυκαισαρίη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + καῖσαρ + κατάλ. -ία / -ίη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκαισαρίη — a plurality of Caesars fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)